- ἔσειε
- σείωshakeaor ind act 3rd sg (epic)σείωshakeimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σείω — ΝΜΑ, και σείνω και σείω και μεσοπαθ. σειέμαι Ν, και ποιητ. τ. σίω Α 1. κινώ κάτι προς τα εδώ και προς τα εκεί κατ επανάληψη, ανακινώ, ταλαντεύω, ταρακουνώ, δονώ (α. «καὶ σείσει τὸ κοντάριν του», Πρόδρ. β. «Θρηικίην σιόντα χαίτην», Ανακρ.) 2. παθ … Dictionary of Greek
συκοφάντης — ο, θηλ. συκοφάντρια, ΝΜΑ, θηλ. και συκοφαντις, ιδος, Α 1. αυτός που διατυπώνει ψευδείς κατηγορίες για κάποιον, που δυσφημεί, διαβολέας 2. (στην αρχ. Αθήνα) α) δημόσιος μηνυτής εκείνων που είχαν κλέψει σύκα από τις ιερές συκιές β) μηνυτής εκείνων… … Dictionary of Greek